- σωματοπλόκος
- -ον, Ααυτός που προέρχεται από εναγκαλισμούς, από μπλέξιμο τών μελών τών σωμάτων («ἡδοναῑς πλεκόμενοι σωματοπλόκοις», Γρηγ. Ναζ.)[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δολο-πλόκος].
Dictionary of Greek. 2013.